σαζάχι
(ουσ. ουδ.)
σαζάχ̇ι
[saˈzaxi]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. sazak = α) κρύος βόρειος άνεμος β) έλος, καλαμιώνας, όπου και διαλεκτ. τύπ. sazah.
Έλος, βάλτος
Συνών.
σάζι :2