σάζι
(ουσ. ουδ.)
σάζι
[ˈsazi]
Φάρασ.
σαζ'
[saz]
Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. saz = καλάμι.
1. Kαλάμι, βούρλο
ό.π.τ.