ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάζι (ουσ. ουδ.) σάζι [ˈsazi] Φάρασ. σαζ' [saz] Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. saz = καλάμι.
1. Kαλάμι, βούρλο ό.π.τ.
2. Ελώδης τόπος με καλάμια, έλος Φάρασ. Συνών. σαζάχι