ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαΐτης (ουσ. αρσ.) σαΐτης [saʹitis] Φλογ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. şahit = α) μάρτυρας β) κειμενική μαρτυρία.
Μάρτυρας : Ετά το καλαγάστρα θα παρπάει τα χαπάρια μ’ να γενεί σαΐτης (Αυτή η κολλιτσίδα θα μεταφέρει τα νέα μου και θα γίνει μάρτυρας, ενν. της δολοφονίας μου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. ισπάτης :1, μάρτυρας :1