ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαϊλντιέζομαι (ρ.) σαϊλντιέζομαι [sailˈdʝezome] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. sayılmak, παθητ. τύπ. του ρ. saymak = υπολογίζω, λογαριάζω.
Λογαριάζομαι, θεωρούμαι : || Παροιμ. 'α νομάτ' να 'κούσει 'ζ ναίκας το καdζ̑ί, τσ̑αι τσ̑είνο ο νομάτ' σαϊλντιέζεται ναίκα (Ένας άντρας αν ακούσει της γυναίκας το λόγο, και εκείνος ο άντρας λογαριάζεται για γυναίκα˙ Είναι υποτιμητικό για τους άνδρες να ακούν την γνώμη των γυναικών) -Λουκ.Λουκ.