σαϊλντιέζομαι
(ρ.)
σαϊλντιέζομαι
[sailˈdʝezome]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. sayılmak, παθητ. τύπ. του ρ. saymak = υπολογίζω, λογαριάζω.
Λογαριάζομαι, θεωρούμαι
:
|| Παροιμ.
'α νομάτ' να 'κούσει 'ζ ναίκας το καdζ̑ί, τσ̑αι τσ̑είνο ο νομάτ' σαϊλντιέζεται ναίκα
(Ένας άντρας αν ακούσει της γυναίκας το λόγο, και εκείνος ο άντρας λογαριάζεται για γυναίκα˙ Είναι υποτιμητικό για τους άνδρες να ακούν την γνώμη των γυναικών)
-Λουκ.Λουκ.