σαϊάς
(ουσ. αρσ.)
σαϊάς
[saˈjas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. saye (< περσ.) = α) σκιά, επισκιασμός β) προστασία, αιγίδα, όπου και τουρκ.διαλεκτ. τύπ. saya.
Προστασία, κάλυψη
Φάρασ.
:
Τούς ‘χα κετσινdήσετε σα ρουσία δεχούς σταύκο σο τουφάνι πέσου, δεχούς άσερο, …δεχούς τ’ αφτένdη σας το σαγιά;
(Πώς θα πορευτήτε στα βουνά, χωρίς στάβλο στην ανεμοθύελλα, δίχως άχερο, … χωρίς την προστασία του αφεντικού σας;)
-Παπαδ.
|| Φρ.
Σο σόνα το σαϊά γιασατιέμαι
(Στο δικό σου το πανωφόρι ζω˙ Για φτωχούς και αδύναμους που ζουν υπό την προστασία ισχυρών)
-Λουκ.Λουκ.