ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαϊάς (ουσ. αρσ.) σαϊάς [saˈjas] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. saye (< περσ.) = α) σκιά, επισκιασμός β) προστασία, αιγίδα, όπου και τουρκ.διαλεκτ. τύπ. saya.
Προστασία, κάλυψη Φάρασ. : Τούς ‘χα κετσινdήσετε σα ρουσία δεχούς σταύκο σο τουφάνι πέσου, δεχούς άσερο, …δεχούς τ’ αφτένdη σας το σαγιά; (Πώς θα πορευτήτε στα βουνά, χωρίς στάβλο στην ανεμοθύελλα, δίχως άχερο, … χωρίς την προστασία του αφεντικού σας;) -Παπαδ. || Φρ. Σο σόνα το σαϊά γιασατιέμαι (Στο δικό σου το πανωφόρι ζω˙ Για φτωχούς και αδύναμους που ζουν υπό την προστασία ισχυρών) -Λουκ.Λουκ.