ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαγλίκι (ουσ. ουδ.) σαγλι̂́κ Ουλαγ. σαγλι̂́χ [saɣˈlix] Αξ. σαγλίχι [saɣˈliçi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sağlık = α) υγεία β) ζωή.
Yγεία ό.π.τ. : Ντο σαγλι̂́κ' σ' κρέω (Την υγειά σου θέλω) Ουλαγ. -Κεσ. Αζ ντώκουμ' τό σαγλι̂́χ εγιώ στoν άρχιωπε (Ας δώσουμε την υγεία σ' αυτό τον άνθρωπο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.