σαγλίκι
(ουσ. ουδ.)
σαγλι̂́κ
Ουλαγ.
σαγλι̂́χ
[saɣˈlix]
Αξ.
σαγλίχι
[saɣˈliçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sağlık = α) υγεία β) ζωή.
Yγεία
ό.π.τ.
:
Ντο σαγλι̂́κ' σ' κρέω
(Την υγειά σου θέλω)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Αζ ντώκουμ' τό σαγλι̂́χ εγιώ στoν άρχιωπε
(Ας δώσουμε την υγεία σ' αυτό τον άνθρωπο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.