σαγίρης
(επίθ.)
σαγ̇ίρης
[saˈɣɯris]
Φάρασ.
σαγ̇ίρ'
[saˈɣɯr]
Φάρασ.
σαγ̇ίρι
[saˈɣɯri]
Θηλ.
σαγ̇ιρού
[saɣɯˈru]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. επίθ. sağır = α) κουφός β) υπόκωφος γ) αδιαφανής δ) αδιαπέραστος.
Κουφός
:
|| Παροιμ.
Σου σαγ̇ίρη το θύρι, άτσονdου 'υρεύ' δώσ' τα.
(Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα˙ Είναι μάταιο να μιλάς σε κάποιον που δεν θέλει να ακούσει)
-Λουκ.Λουκ.