ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαγίρης (επίθ.) σαγ̇ίρης [saˈɣɯris] Φάρασ. σαγ̇ίρ' [saˈɣɯr] Φάρασ. σαγ̇ίρι [saˈɣɯri] Θηλ. σαγ̇ιρού [saɣɯˈru] Φάρασ. Aπό το τουρκ. επίθ. sağır = α) κουφός β) υπόκωφος γ) αδιαφανής δ) αδιαπέραστος.
Κουφός : || Παροιμ. Σου σαγ̇ίρη το θύρι, άτσονdου 'υρεύ' δώσ' τα. (Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα˙ Είναι μάταιο να μιλάς σε κάποιον που δεν θέλει να ακούσει) -Λουκ.Λουκ.