σαγίτα
(ουσ. θηλ.)
σαγίτα
[saˈʝita]
Φάρασ.
σαΐτα
[saˈita]
Ανακ., Μισθ.
Mεσν. ουσ. σαγίττα, όπου και τύπ. σαΐτα (< λατιν. sagitta).
1. Tόξο και βέλος
Ανακ., Φάρασ.
2. Aδράχτι
:
Κλουχάρας σαΐτα
(Αδράχτι της ρόκας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
3. Αγριόχορτο με μακρόστενο σχήμα, από το οπ. κατασκεύαζαν αδράχτια
Μισθ.