ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαγίτα (ουσ. θηλ.) σαγίτα [saˈʝita] Φάρασ. σαΐτα [saˈita] Ανακ., Μισθ. Mεσν. ουσ. σαγίττα, όπου και τύπ. σαΐτα (< λατιν. sagitta).
1. Tόξο και βέλος Ανακ., Φάρασ.
2. Aδράχτι : Κλουχάρας σαΐτα (Αδράχτι της ρόκας) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Αγριόχορτο με μακρόστενο σχήμα, από το οπ. κατασκεύαζαν αδράχτια Μισθ.