σάγι
(επίθ.)
σάγ̇ι
[ˈsaɣɯ]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. sağ = α) ζωντανός β) υγιής, γερός γ) ασφαλής, σώος.
Ζωντανός