ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λιαρός (επίθ.) λαρός [laˈros] Σίλ. 'αρός [aˈros] Φάρασ. λιαρός [ʎaˈros] Ανακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ. λιαρό [ʎaˈro] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Φλογ. γιαρός [ʝaˈros] Γούρδ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ. γιαρό [ʝaˈro] Γούρδ., Ουλαγ., Σίλατ. γιαρού [ʝaˈru] Φλογ. Από το αρχ. επιθ. ἱλαρός = χαρούμενος, ευτυχισμένος. Η λ. με τον τύπ. ιλαρός και με σημ. ‘υγιής’ ήδη σε μεσν. γλωσσάριο από την Μ.Ασία (Golden 1985: 94). Υφίσταται σύγχυση μεταξύ των τύπ. της λ. αυτής και του λ. γερός. Πβ. γερός
1. Γερός, υγιής ό.π.τ. : Αν ντο ηύρεις γιαρό, έπαρ' το και άμε (Αν τον βρεις σε καλή κατάσταση, πάρ' τον και φύγε) Ουλαγ. -Dawk. Παρακαλούμ’ το Τεό να σ’ έχ’ λιαρό (Παρακαλούμε τον Θεό να σε έχει γερό) Αραβαν. -Φωστ. Τσ̑ι φσ̑άχα να ποίκ', λιαρό νά 'νι (Και παιδιά θα κάνει, γερός να είναι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Η ψυσ̑ή σαμ' έν' αρός, τσ̑ιπ έρχονdαι σον ντόπαν ντουν (Η ψυχή όταν είναι γερή, όλα έρχονται στον τόπο τους˙ όταν έχουμε υγεία μπορούμε να επιλύσουμε όλα τα άλλα προβλήματα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αζγούνης, γαΐμ, γεγίνης, γερός, σαγλάμι
2. Ζωντανός ό.π.τ. : Λαρή 'ναι ακούμ' (Ζωντανή είναι ακόμη) Σίλ. -Κωστ.Σ. Άτζαπα να 'πομείνω λιαρή ν᾿ αξιωθώ να σε διώ παλληκάρι (Μακάρι να ζήσω μέχρι να αξιωθώ να σε δώ παλληκάρι) Σινασσ. -Λεύκωμα Λιαρό 'σαι μι; Δε χάης ακόμ'; (Ζεις; Δεν πέθανες ακόμα;) Μισθ. -Κωστ.Μ. Λιαρό 'ναι μι, πεχιαμένο 'ναι μι; (Ζωντανός είναι; Πεθαμένος είναι;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. «Να ιδούμε, οι νομάτοι χάθανε; Είπεν dι «Είναι ’αρά» ((«Να δούμε, πέθαναν οι άνθρωποι;» Του είπαν: «Είναι ζωντανοί») Φάρασ. -Dawk. 'ς 'πεμείνει ατσ̑είνος 'αρός (Ας μείνει εκείνος ζωντανός) Φάρασ. -Αναστασ. Πεθερά σ' λιαρό 'ναι μι πέθανεν μι; (Η πεθερά σου είναι ζωντανή ή πέθανε;) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Πεθερά σ’ λιαρό ’ναι με; (Η πεθερά σου ζει;) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Καππαντόκιας τα τέρια λιαρά κείνται (Οι πέτρες της Καππαδοκίας είναι ζωντανές) Αξ. -Παυλίδ. Σιγά να μή 'νι λιαρό! (Σιγά μην είναι ζωντανός!) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. ΄Οι ’τουν χάη, ’τουν τσ̑όουν λιαρό (Όχι όταν πέθανε, όταν ήταν ζωντανός) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Αν ορίσ̑' Χιοός να 'πομούμ' λιαρά, ντου χρόν' να πάμ' (Αν ορίσει ο Θεός να ζήσουμε, του χρόνου θα πάμε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Πότε είνσαι 'λιαρό, τα μάλι σ' στα φσ̑άχα σ' με το μοιράζ̑εις (Όσο ζεις, το βιὀς σου στα παιδιά σου μην το μοιράζεις˙ αν τα παιδιά αποκτήσουν νωρίς πρόσβαση στην περιουσία, δεν θα φροντίζουν τους γονείς) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. σάγι, τζαννούς
3. Σώος, ασφαλής Αξ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. : Σιρκέισέ μας απ' τελικέ και ξέβασί μας λαρούς (Μας γλύτωσε από τον κίνδυνο και μας έβγαλε σώους) Σίλ. -Αρχέλ. Το φσ̑άχ' 'ς τ' αναμμένον το φούρνο μέσα λιαρό κάχεται (Το παιδί κάθεται σώο και αβλαβές μέσα στον αναμμένο φούρνο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Στα δεξ̑ιά το bαίν, λιαρό έρεται (Όποιος πηγαίνει από τα δεξιά, γυρίζει σώος) Φλογ. -Dawk. Ματέμ γλύτωσες τσ̑’ ήφαρες το γιο μου ’αρό, ’ζ ’νει το θέλεμά σου (Αφού γλύτωσες κι έφερες τον γιο μου σώο, ας γίνει το θέλημά σου) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.