λιγνεύω
(ρ.)
λιγνεύω
[liˈɣnevo]
Σινασσ.
λιγντεύω
[liɣˈdevo]
Σινασσ.
Νεότ. ρ. λιγνεύω, το οπ. από το επίθ. λιγνός και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.