λιγούτσικος
(επίθ.)
λιγούτσικο
[liˈɣutsiko]
Ανακ.
λιγότσ̑ικο
[liˈotʃiko]
Γούρδ., Σίλατ.
λίτσικου
[ˈlitsiku]
Μισθ.
νούτζουκου
[ˈnudzuku]
Σίλ.
Από το μεσν. επίθ. ὀλιγούτσικος > λιγούτσικος.
Λιγούτσικος, κάπως λίγος ή πολύ λίγος
ό.π.τ.
:
Οπ' κονdά τσης ήτον τ' απζεμζέμ σουγιού, ποίκει νούτζουκου 'ς κεφαλ̑ήν του· πώσκιαν τα γιαπουστούρτζισι, παρί σ'κώσ'κι ολόρτα
(Ήταν κοντά της το αθάνατο νερό, του έβαλε λίγο στο κεφάλι· μόλις το άλειψε, το παιδί σηκώθηκε όρθιο)
Σίλ.
-Αρχέλ.
Nτεν πλερούται, πλεμνίσ̑κει λιγότσ̑ικο
(Δεν τελειώνει, δεν κόβεται τελείως, απομένει λίγο)
Γούρδ.
-Dawk.
Σο τσ̑εσμέ κονdά είν’ ένα ντέφ’, και εμείς καθ’ ημέρα με νερό και όιμα πάρουμ’ λιγότσ̑ικο νερό
(Δίπλα στην πηγή είναι ένας δαίμονας, κι εμείς κάθε μέρα με νερό και αίμα παίρνουμε λίγο νερό)
Σίλατ.
-Dawk.
Φέρ’ μι λίτσικου λερό
(Φέρε μου λίγο νερό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κόνωσι λίτσικο σου φούρτσα τ’απάν’
(Έχυσε λίγη (ενν. μπογιά) πάνω στην βούρτσα του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γιαγλάιζάν ντου μι λίτσικου άλας
(Το άλειφαν με λίγο αλάτι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Έ'ιξα λίτσικα παράια ’ντάμα μ’
(Είχα πολύ λίγα χρήματα μαζί μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Το φενgάρ’ χάθην, πόμαν’ λιγούτσικο
(Το φεγγάρι χάθηκε, απέμεινε λιγουλάκι˙ όταν το φεγγάρι είναι στην χάση του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
λέικκο