ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λικμετήρι (ουσ. ουδ.) λικμετήρ' [likmeˈtir] Μαλακ., Φλογ. λεκλετήρι [lekleˈtiri] Ανακ. λεκλετήρ' [lekleˈtir] Τροχ. λεκλετσ̑ήρ’ [lekleˈtʃir] Αραβαν., Γούρδ. νεκλετήρ' [nekle'tir] Αξ., Δίλ., Μαλακ., Τροχ., Φλογ. νικλετήρ' [nikleˈtir] Ανακ. νεκλεήρ' [nekleˈir] Μισθ. νεκλι'ήρ' [nekliˈir] Μισθ. Μεταγν. ουσ. λικμητήριον = εργαλείο για το λίχνισμα (Lampe), πβ. Ευτέκν. 4.17 «τὰ σπέρματα πρὸς τὸ πνεῦμα τοῖς λικμητηρίοις ἀνακινῶσι». Για την τροπή του [km] > [kl] βλ. Costakis (1964: 27).
Λιχνιστήρι, γεωργικό εργαλείο με δύο ή περισσότερες αιχμές και μακριά λαβή για το λίχνισμα των σιτηρών ό.π.τ. : Με το νεκλετήρ’ βορίζω (Με το λιχνιστήρι λιχνίζω) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Φερ’ ντου νεκλεήρ’ να βορίσουμ’ να σ̑έρουμ’ ντου άχ̇ϋρου να χωριστεί ντου γέλλ’μα (Φέρε το λιχνιστήρι να λιχνίσουμε, να πετάξουμε το άχυρο να ξεχωρίσει το σιτάρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ηύραν νεκλεήρια, βόριζαν (Έφεραν τα λιχνιστήρια, λίχνιζαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Παίριξαν ντα ναίτσις μι α νεκλεήρια, μπασλάιζαν σου λίχνημα (Το έπαιρναν οι γυναίκες με τα λιχνιστήρια, άρχιζαν το λίχνισμα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Παίρισκαμ' ντα νεκλι’ήρια, γύριζάμ' ντου, κες ντου λέισκαμ', κλώισκαμ' μέση τ', αλώνιζαμ' ντου, νιόδουν άχυρου ούλου (Παίρναμε τα λιχνιστήρια, το γυρίζαμε, κες το λέγαμε, γυρίζαμε στην μέση του, το αλωνίζαμε, γινόταν όλο άχυρο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Λεκλετήρ', που βόριζαμ' τα παχλά (Λιχνιστήρι, με το οποίο λιχνίζαμε τα κουκιά) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. βοριστήρι :1, γιαμπάς :1