λιμπαντέ
(ουσ. ουδ.)
λιbαdέ
[libaˈde]
Ανακ.
λιπαdέ
[lipaˈde]
Μισθ.
λϋbεdέ
[lybeˈde]
Φλογ.
λιbεdέ
[libeˈde]
Αξ.
λιπετέ
[lipeˈte]
Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
Πληθ.
λιπετέδια
[lipeˈteðʝa]
Μαλακ.
λιbαdάια
[libaˈdaia]
Μισθ., Τσαρικ.
Aπό το τουρκ. ουσ. libade (< περσ. lübbade) = τσόχινο πανωφόρι. Για την λ. βλ. Miklosich (1884, λ. lebade). Πβ. ποντ. λιπατα̈́.
2. Άσπρο βαμβακερό πουκάμισο
Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.