ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λιμπαντέ (ουσ. ουδ.) λιbαdέ [libaˈde] Ανακ. λιπαdέ [lipaˈde] Μισθ. λϋbεdέ [lybeˈde] Φλογ. λιbεdέ [libeˈde] Αξ. λιπετέ [lipeˈte] Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. Πληθ. λιπετέδια [lipeˈteðʝa] Μαλακ. λιbαdάια [libaˈdaia] Μισθ., Τσαρικ. Aπό το τουρκ. ουσ. libade (< περσ. lübbade) = τσόχινο πανωφόρι. Για την λ. βλ. Miklosich (1884, λ. lebade). Πβ. ποντ. λιπατα̈́.
1. Κοντό τσόχινο πανωφόρι, φέρμελη ό.π.τ. : Κούνταναν ένα μέτ’, ένα λιπετέ, τρία φοράς (Έρριχναν ένα πουκάμισο, ένα πανωφόρι, τρεις φορές, ενν. στο νερό ως μαγική πρακτική) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Πβ. γουνί, σάλτα, Συνών. φέρμενε
2. Άσπρο βαμβακερό πουκάμισο Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.