λιλιτσιώνας
(επίθ.)
λϋλϋτσιώνας
[lylyˈtsçonas]
Φλογ.
Από το ουσ. λιλίτσι και το παραγωγ. επίθμ. -ιώνας.
Γυάλινος
Συνών.
τζαμιώνας