λίπ-λιγος
(επίθ.)
λίπ-λιγο
[ˈlipliɣo]
Αραβαν., Φερτάκ.
Aπό το επίθ. λίγος με εμφατ. αναδιπλ. της πρώτης συλλ., πβ. άπ-ασπρος, μαν-μάναχος.
Πολύ λίγος
ό.π.τ.