λιποσία
(ουσ. θηλ.)
λιποσία
[lipoˈsia]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. λιπασία. Πβ. κυπρ. λιπασιά = θέρμανση του σιδήρου σε υψηλές θερμοκρασίες και σφυρηλάτηση μέχρι να λάβει το επιθυμητό σχήμα. Για την σημ. 2 βλ. Θεοδωρίδης (1970: 144).
1. Στην σιδηρουργία, συγκόλληση τεμαχίων σιδήρου με την χρήση άμμου
2. Η λ. και ως τοπων., με αναφορά σε περιοχή από όπου λαμβάνεται η συγκεκριμένη άμμος