λιμίγγι
(ουσ. ουδ.)
λιμίνgι
[liˈmiŋɟi]
Σινασσ.
λιμίνg'
[liˈmiŋɟ]
Ανακ., Αξ.
Από αμάρτ. *ἐλμίγγιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ἔλμινς, -γγος. Η λ. και Κρήτ. με τύπ. ορμίγγι. Για την λ. βλ. Georgacas (1960: 480-483).
Παράσιτο σκουλήκι του έντερου, ταινία
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Σάλεψαν τα λιμίγγια μου
(Σάλεψαν τα σκουλήκια μου˙ πείνασα πολύ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
σερίτι :3