λικλικί
(ουσ. ουδ.)
λι̂κλι̂κι̂́
[lɯklɯʹkɯ]
Αραβαν.
Πληθ.
λι̂κλι̂κι̂́ρια
[lɯklɯʹkɯrʝa]
Αραβαν.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. lıklıkı = μικρή κανάτα (THADS, λ. lıklıkı I).
Eίδος κανάτας με μακρύ λαιμό.