ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λίμνη (ουσ. θηλ.) λίμνη [ˈlimni] Τζαλ. λίμλη [ˈlimli] Φάρασ., Φερτάκ. λίμbλη [ˈlimbli] Φάρασ. λίμbη [ˈlimbi] Σίλ. λίbη [ˈlibi] Σίλ. Αρχ. ουσ. λίμνη. Ο τύπ. λίμλη με αφομ. Ο τύπ. λίμbλη με κατοπινή επενθετική ανάπτυξη [b] Ο τύπ. λίμbη με ακόλουθη αποβολή του δεύτερου [l].
1. Λίμνη ό.π.τ. : Πήγε 'ς 'α μέγα λίμλη, ήγρεψε, τζό μπόρ'κι νά βρει στράτα να υπά (Έφτασε σε μιά μεγάλη λίμνη, έψαξε, δεν μπόρεσε να βρει δρόμο να περάσει) Φάρασ. -Grég. Τση λίμbη είρασι τα νιαρά απάνου ένα χουτσ̑ί (Πάνω στα νερά της λίμνης είδαν ένα κουτί) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 'σου να κώσει ήσανdε πουά λίμλες (Ολόγυρα ήτανε πολλές λίμνες) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Έβγκη ση λίμbλη 'ποπέσου αν ντιλμπέρτσα (Μέσα από τη λίμνη βγήκε μιά νεράιδα) Φάρασ. -Dawk. Ατότε βράθαν λιέγα ναίdζ̑ες τζ̑αι κορίτσε τζ̑αι 'σ' το φόβο τουν μη τα πιέσουν τζ̑αι ν'τα πάρουν οι Τούρτζ̑οι, πέτασαν σου Φάγκου τη λίμλη τζ̑αι πνίγαν (Τότε υπήρξαν λίγες γυναίκες και κορίτσια και απ' τον φόβο τους μην τις πιάσουν και τις πάρουν μαζί τους οι Τούρκοι, έπεσαν στην λίμνη του Φράγκου και πνίγηκαν) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Παροιμ. Στάζει στάζει, 'ίνεται λίμbλη (Στάζει, στάζει, γίνεται λίμνη˙ η καταστροφή έρχεται συσσωρευτικά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τό ψάρι 'φξά ση λίμbλη (Το ψάρι μεγαλώνει στην λίμνη˙ ο καθένας προκόβει στον τόπο του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. H ναίκα έν' λίμbλη, άντραζ έν' boτάμι (H γυναίκα είναι λίμνη, ο άντρας είναι ποτάμι˙ η γυναίκα μένει στο σπίτι, ο άντρας κάνει εξωτερικές δουλειές) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Εφτά ποτάμια δάκρυα είχα και λίμνες γεμωμένα
τα ποτάμια-ν-εστέγνωσαν κι οι λίμνες ευκαιρώσαν
(Εφτά ποτάμια δάκρυα και λίμνες είχα γεμίσει
τα ποτάμια στέγνωσαν και οι λίμνες άδειασαν)
Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342
Τζ̑ι ’ύρτσ’ ο Θεός τον ταρόν σο σεπκίνι
λίμλωσ’ ο κόσμος, τζ̑ι ’ενόντουνα λίμλη
( Κι γύρισε ο Θεός τον καιρό σε θύελλα
λίμνασε ο κόσμος, κι έγινε λίμνη)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
Συνών. γκιόλι, ντενίζι
2. Δίσκος ήλιου ή φεγγαριού Φάρασ.