γκιόλι
(ουσ. ουδ.)
γκιο̈́λ'
[ɟøl]
Τελμ.
γκιόλ'
[ɟol]
Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ.
γκιάλ'
[ɟal ]
Μισθ.
γκόλ'
[gol]
Ανακ.
κόλ'
[kol]
Φλογ.
Πληθ.
γκιόλια
[ˈɟoʎa]
Τσαρικ.
γκόλια
[ˈgoʎa]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. göl = α) λίμνη β) χαντάκι, όπου και διαλεκτ. τύπ. gol.
1. Λίμνη
ό.π.τ.
:
Να πάμ' 'ς ατό δου γκιόλ', που είχιν καλό σκιάφους
(Να πάμε σ' αυτήν την λίμνη, που είχε καλή σκιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τσόουν ένα νταγκίζ, ένα γκιόλ' μι λερό· ήρτι χειμός, πάγουσιν ατό δου λερό
(Ήταν μιά θάλασσα, μιά λίμνη με νερό· ήρθε χειμώνας, πάγωσε αυτό το νερό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
λίμνη :1, ντενίζι
3. Λάκκος με νερό
Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Τελμ.
:
Παίρισκεν τα χώματα, παίρισκεν δέντρα με τη ρίζα, φέρσ'κεν πέτρες, έπαιρνε το γκιόλ' που κάνισκαμ' για να ποτίζωμε τα χωράφια μας
(Έπαιρνε (το ποτάμι) τα χώματα, παράσερνε δέντρα με την ρίζα, έφερνε πέτρες, χάλαγε τον λάκκο που φτιάχναμε για να ποτίζουμε τα χωράφια μας)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πβ.
φοσσί