γκιντιστώ
(ρ.)
Παρατατ.
γκιdίστανα
[ɟiˈdistana]
Ανακ.
Από το τουρκ. ρ. gidişmek (αόρ. gidişti) = φαγουρίζω.
Φαγουρίζω, νιώθω φαγούρα
:
Γκιdίστανεν το σ̑έρ’
(Με φαγούριζε το χέρι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.