γκιοβντέ
(ουσ.)
γκιοβντέ
[ɟovˈde]
Ουλαγ.
γκοβντέ
[govˈde]
Μαλακ.
κοβτέ
[kovˈte]
Φλογ.
γκιοβντά
[ɟovˈda]
Μισθ.
γκοβντά
[govˈda]
Φάρασ.
κοβντάς
[kovˈdas]
Φάρασ.
κουβντάς
[kuvˈdas]
Κίσκ.
κoυβντέ
[kuvˈde]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. gövde = κορμός σώματος, όπου και διαλεκτ. τύπ. gövdä και kevde.
Σώμα, κορμί
ό.π.τ.
:
Πήρεν ντα κεφάλια τ'νε και χ̇έκεν ντα στο κουβντέ τ'νε
(Πήρε τα κεφάλια τους και τα τοποθέτησε στα σώματά τους)
Αξ.
-Dawk.
Ντώdζ̑εν 'κατό λίρες να ιδεί το γερού τον γκοβντά τ'ς
(Έδωσε εκατό λίρες να δει το μισό κορμί της)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντιουράκου ντου γκιοβντά σ'
(Σήκωσε όρθιο το σώμα σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ο κοβντάς του ήτουν σ̑τσ̑επασμένο μο τα μακρέ τα τσάρε
(Το σώμα του ήταν σκεπασμένο με μακριές τρίχες)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ντο χειμό γκιοβντεγιού ντο ζένημα ζόρια νίσκεται
(Τον χείμωνα το ζέσταμα του σώματος δύσκολα γίνεται)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Eκείνο το στάχτ' ποίκεν το ένα μεχλέμ· πήεν το σο βασ̑ιλιό, γιαγλάτ'σεν το σο κοβντέ τ', γένην καλά
(Εκείνη την στάχτη την έκανε μιά θεραπευτική αλοιφή· πήγε στο βασιλιά, την άλειψε στο σώμα του, έγινε καλά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Εριστίζ' του γκοβντέ σ'
(Λιώνει το κορμί σου˙ Για όσους βαριούνται να κάνουν κάτι)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Συνών.
κορμί, ράχη :1, τένι :1