ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκιοπρέ (επίθ.) γκιοπρέ [ɟoˈpre] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. körpe = α) φρέσκος β) νέος.
Αβάπτιστος : Αν ντου φσ̑άχ' πεθάνισ̑κεν γκιοπρέ, σ̑άνουμ’ ἐνα γούπα στο παχτσ̑ά τσ̑ι πούχωναμ’ ντου (Αν το παιδί πέθαινε αβάφτιστο, κάνουμε έναν λάκκο στον κήπο και το θάβαμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. αβάπτιστος, αφώτιστος