γκιοπρέ
(επίθ.)
γκιοπρέ
[ɟoˈpre]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. körpe = α) φρέσκος β) νέος.
Αβάπτιστος
:
Αν ντου φσ̑άχ' πεθάνισ̑κεν γκιοπρέ, σ̑άνουμ’ ἐνα γούπα στο παχτσ̑ά τσ̑ι πούχωναμ’ ντου
(Αν το παιδί πέθαινε αβάφτιστο, κάνουμε έναν λάκκο στον κήπο και το θάβαμε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
αβάπτιστος, αφώτιστος