ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκιουβερτσίνι (ουσ. ουδ.) γκιουβερτσίνι [ɟuverˈtsini] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. güvercin = περιστέρι.
Περιστέρι : Έρσ̑ιτι ’κεί στσην αγατζές κονdά ένα γκιουβερτσίνι (Έρχεται εκεί κοντά στα δέντρα ένα περιστέρι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. περιστέρι, Πβ. τουνέκι
Τροποποιήθηκε: 24/03/2025