γκιουβεντίζω
(ρ.)
γκϋβενdίζω
[ɟyvenˈdizo]
Τελμ.
γκοβενdίζω
[govenˈdizo]
Αξ.
κουβενdίζου
[kuvenˈdizu]
Φάρασ.
κουβα̈νdίζω
[kuvænˈdizo]
Αφσάρ.
qουβανdίζω
[quvanˈdizo]
Μαλακ.
γουβανdίζου
[ɣuvanˈdizu]
Μισθ.
γκιουβενdού
[ɟuvenˈdu]
Ουλαγ.
κουβενdι-έω
[kuvendiˈeo]
Φάρασ.
κουβενdι-έγω
[kuvendiˈeɣo]
Φάρασ.
Παρατατ.
εγκΰνdϋζα
[eˈɟyndyza]
Τελμ.
Αόρ.
γκϋβένσα
[ɟyˈvensa]
Τελμ.
Από το αόρ. τουρκ. ρ. güvenmek (αόρ. güvendi) = βασίζομαι, εμπιστεύομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. guvenmek.
1. Βασίζομαι σε κάποιον ή κάτι, εμπιστεύομαι
ό.π.τ.
:
Σο τσ̑υφλό σο μάτσ̑' γκϋβένσες κι είπες τα
(Βασίστηκε σε όσα είδες με τα τυφλά σου μάτια και είπες αυτά (τα λανθασμένα που είπες))
Τελμ.
-Dawk.
Το εγκΰντϋζες το κορίτσ̑' ετό 'ναι;
(Αυτό είναι το κορίτσι που μας είπες βασιζόμενος στο ότι είδες πως ήταν πανέμορφο;)
Τελμ.
-Dawk.
'α τα κουβενdίζου
(Θα βασιστώ σε αυτόν)
Φάρασ.
-Bağr.
Κουβενdι-έω σε μένα
(Βασίζομαι στον εαυτό μου)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Γκιουβενdά ντο γιαυτού τ'
(Έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σου γιαυτού τ’ γουβαντίζ'
(Στον εαυτό του βασίζεται)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Έχω θάρρος
Μαλακ.