ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκιουβεντίζω (ρ.) γκϋβενdίζω [ɟyvenˈdizo] Τελμ. γκοβενdίζω [govenˈdizo] Αξ. κουβενdίζου [kuvenˈdizu] Φάρασ. κουβα̈νdίζω [kuvænˈdizo] Αφσάρ. qουβανdίζω [quvanˈdizo] Μαλακ. γουβανdίζου [ɣuvanˈdizu] Μισθ. γκιουβενdού [ɟuvenˈdu] Ουλαγ. κουβενdι-έω [kuvendiˈeo] Φάρασ. κουβενdι-έγω [kuvendiˈeɣo] Φάρασ. Παρατατ. εγκΰνdϋζα [eˈɟyndyza] Τελμ. Αόρ. γκϋβένσα [ɟyˈvensa] Τελμ. Από το αόρ. τουρκ. ρ. güvenmek (αόρ. güvendi) = βασίζομαι, εμπιστεύομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. guvenmek.
1. Βασίζομαι σε κάποιον ή κάτι, εμπιστεύομαι ό.π.τ. : Σο τσ̑υφλό σο μάτσ̑' γκϋβένσες κι είπες τα (Βασίστηκε σε όσα είδες με τα τυφλά σου μάτια και είπες αυτά (τα λανθασμένα που είπες)) Τελμ. -Dawk. Το εγκΰντϋζες το κορίτσ̑' ετό 'ναι; (Αυτό είναι το κορίτσι που μας είπες βασιζόμενος στο ότι είδες πως ήταν πανέμορφο;) Τελμ. -Dawk. 'α τα κουβενdίζου (Θα βασιστώ σε αυτόν) Φάρασ. -Bağr. Κουβενdι-έω σε μένα (Βασίζομαι στον εαυτό μου) Φάρασ. -Αναστασ. Γκιουβενdά ντο γιαυτού τ' (Έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του) Ουλαγ. -Κεσ. Σου γιαυτού τ’ γουβαντίζ' (Στον εαυτό του βασίζεται) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Έχω θάρρος Μαλακ.