γκιρτλάκι
(ουσ. ουδ.)
κι̂ρτλαgι̂́
[kɯrtlaˈgɯ]
Σίλ.
κουρτλάχ
[kurˈtlax]
Ανακ.
γκιαρτλάκια
[ɟarˈtlaca]
Μισθ.
κιαρτλάκα
[cartˈlaka]
Μισθ.
γκιαρτλέκια
[ɟarˈtleca]
Μισθ.
χ̇ιρτλάχ̇ι
[xirtˈlaxi]
Κίσκ.
Από το τουρκ. ουσ. gırtlak = α) λαιμός β) λάρυγγας, όπου και διαλεκτ. τύπ. hırtlak.
1. Λαιμός, λάρυγγας
Κίσκ., Μισθ., Σίλ.
:
Να πομεί μούκα σου γκιαρτλάκια σ’
(Να μείνει η μπουκιά στον λαιμό σου· αρά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γαργαράς, γουργούρι, λάραγγο, μπογάζι :3, συνξύνα