ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκιρτλάκι (ουσ. ουδ.) κι̂ρτλαgι̂́ [kɯrtlaˈgɯ] Σίλ. κουρτλάχ [kurˈtlax] Ανακ. γκιαρτλάκια [ɟarˈtlaca] Μισθ. κιαρτλάκα [cartˈlaka] Μισθ. γκιαρτλέκια [ɟarˈtleca] Μισθ. χ̇ιρτλάχ̇ι [xirtˈlaxi] Κίσκ. Από το τουρκ. ουσ. gırtlak = α) λαιμός β) λάρυγγας, όπου και διαλεκτ. τύπ. hırtlak.
1. Λαιμός, λάρυγγας Κίσκ., Μισθ., Σίλ. : Να πομεί μούκα σου γκιαρτλάκια σ’ (Να μείνει η μπουκιά στον λαιμό σου· αρά) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γαργαράς, γουργούρι, λάραγγο, μπογάζι :3, συνξύνα
2. Καρωτίδα Ανακ., Σίλ. Συνών. τσανταμάρι