γκουβέτσι
(ουσ. ουδ.)
γκουβέτσι
[guˈvetsi]
Ανακ.
κουβέτσι
[kuˈvetsi]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. güveç, όπου και διαλεκτ. τύπ. guveç = α) πήλινο μαγειρικό σκεύος β) το φαγητό γιουβέτσι.
Πβ.
ακατσούκα