γκουνάχι
(ουσ. ουδ.)
γκουνάχι
[guˈnaçi]
Φάρασ.
γκουνάχ'
[guˈnax]
Ουλαγ.
κουνάχ̇ι
[kuˈnaxi]
Φάρασ.
κουνάχι
[kuˈnaçi]
Σατ., Φάρασ.
κιουνάχι
[cuˈnaçi]
Σίλ.
Θηλ.
κουνάχα
[kuˈnaxa]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. günah = αμαρτία.
Αμαρτία
ό.π.τ.
:
Ήβ’ρις μου ένα αλεφρό, να μη του τρανήσου, κιουνάχι ν' 'ενεί
(Μου έφερες έναν αδελφό, να μην τον φροντίσω, αμαρτία θα είναι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Ν'τα 'φήκω ένι κουνάχι· πα ποίκω αρέτσα;
(Αν το αφήσω (το φαγητό) θα είναι αμαρτία· τι να κάνω τώρα;)
Σατ.
-Παπαδ.
Κόρη μου, ατέ τ’ άπρεπα του φτένεις μο τις χωρώτοι είνdαι μέγο κουνάχι
(Κόρη μου, αυτά τα άπρεπα που κάνεις με τους συγχωριανούς σου είναι μεγάλη αμαρτία)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Έν’ κουνάχα τζ̑ο πορείς ν’dα ’φήκ’ αρέ
(Είναι αμαρτία, δεν μπορείς να την εγκαταλείψεις τώρα)
Τσουχούρ.
-VLACH
|| Φρ.
Ταυρώ τα κουνάχα μου
(Τραβώ τις αμαρτίες μου˙ Υποφέρω για τις αμαρτίες μου)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Συνών.
αμαρτία, κρίμα