ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκουνάχι (ουσ. ουδ.) γκουνάχι [guˈnaçi] Φάρασ. γκουνάχ' [guˈnax] Ουλαγ. κουνάχ̇ι [kuˈnaxi] Φάρασ. κουνάχι [kuˈnaçi] Σατ., Φάρασ. κιουνάχι [cuˈnaçi] Σίλ. Θηλ. κουνάχα [kuˈnaxa] Τσουχούρ. Από το τουρκ. günah = αμαρτία.
Αμαρτία ό.π.τ. : Ήβ’ρις μου ένα αλεφρό, να μη του τρανήσου, κιουνάχι ν' 'ενεί (Μου έφερες έναν αδελφό, να μην τον φροντίσω, αμαρτία θα είναι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Ν'τα 'φήκω ένι κουνάχι· πα ποίκω αρέτσα; (Αν το αφήσω (το φαγητό) θα είναι αμαρτία· τι να κάνω τώρα;) Σατ. -Παπαδ. Κόρη μου, ατέ τ’ άπρεπα του φτένεις μο τις χωρώτοι είνdαι μέγο κουνάχι (Κόρη μου, αυτά τα άπρεπα που κάνεις με τους συγχωριανούς σου είναι μεγάλη αμαρτία) Φάρασ. -Παπαδ. Έν’ κουνάχα τζ̑ο πορείς ν’dα ’φήκ’ αρέ (Είναι αμαρτία, δεν μπορείς να την εγκαταλείψεις τώρα) Τσουχούρ. -VLACH || Φρ. Ταυρώ τα κουνάχα μου (Τραβώ τις αμαρτίες μου˙ Υποφέρω για τις αμαρτίες μου) Φάρασ. -Αναστασ. Συνών. αμαρτία, κρίμα