ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκούτι (επίθ.) γκούτι [ˈguti] Φάρασ. γκούdι [ˈgudi] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. kıt = σπάνιος, λίγος, όπου και διαλεκτ. τύπ. gıt.
Λίγος, μιά σταλιά, στην φρ. αν γκούτι : Αμάνι, νόμας αν γκούτι 'λεύρι τζ̑αι δύο βα, τζ̑αι να υπάγω 'γώ (Αμάν, δώσε μου λίγο αλεύρι και δυο αβγά, και θα φύγω) Φάρασ. -Dawk. Συνών. γρόθος, λέικκο :1, λέικκο :2, λίγος