γκούτι
(επίθ.)
γκούτι
[ˈguti]
Φάρασ.
γκούdι
[ˈgudi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. kıt = σπάνιος, λίγος, όπου και διαλεκτ. τύπ. gıt.