Γκουτσούκος
(ουσ.)
Γκουτσούκους
[guˈtsukus]
Μισθ.
Γκϋτζ̑ΰκος
[ɟyˈdʒycos]
Αραβαν., Μισθ., Τσαρικ.
Γκιουτσ̑ούκης
[ɟuˈtʃucis]
Μισθ.
Γκϋτζΰκης
[ɟyˈdzycis]
Μισθ.
Γκιουτζ̑ούκ
[ɟuˈdʒuk]
Μισθ.
Γκιουτζούκ
[ɟuˈdzuk]
Ουλαγ.
Γκουτζίκος
[guˈdzikos]
Αξ., Φλογ.
Γκουτζίκους
[guˈdzikus]
Μαλακ.
Κουτσ̑ούκος
[kuˈtʃukos]
Ανακ., Δίλ., Ποτάμ., Τελμ.
Κουτσούκης
[kuˈtsucis]
Τσουχούρ.
Κουτσούκ
[kuˈtsuk]
Φάρασ.
Κουτσ̑ούκ
[kuˈtʃuk]
Φάρασ., Φκόσ.
Κουτσ̑ούχ
[kuˈtʃux]
Αραβ.
Κιουτσούκης
[cuˈtsucis]
Τσουχούρ.
Κουτσίκος
[kuˈtsikos]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. gücük = α) κολοβός β) ο μήνας Φεβρουάριος, ὀπου και διαλεκτ. τύπ. kücük. Πβ. και την τουρκ. διαλεκτ. φρ. gücük ay = κολοβός μήνας, Φεβρουάριος.
Ο μήνας Φεβρουάριος
ό.π.τ.
:
Γκουdζούκο βγάλλισκαμ' ντα βόια 'ς του χαμί, να μη τ͑οπλαΐσ'νι
(Τον Φεβρουάριο βάζαμε τα βόδια σταδιακά στο όργωμα, για να μην κουτσαθούν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γκιουτσ̑ούκης περνά αψύ
(Ο Φεβρουάριος περνάει γρήγορα )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντου Φεβρουάριο λέιξαν του Γκιουdζ̑ούκ
(Τον Φεβρουάριο τον λέγανε Γκιουτζιούκ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Κουτσ̑ούκος πολύ κρύο νισ̑κούτανε
(Το Φεβρουάριο έκανε πολύ κρύο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ο Μάρτης χολι-έστην κακά τσαι αρατίζει δύου μέρες 'σ' σον Κουτσούκη
(Ο Μάρτιος θύμωσε και ζήτησε δυο μέρες από τον Φλεβάρη)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Κάηκε ο Κουτσούκ
(Κάηκε ο Φεβρουάριος˙ λεγόταν την τελευταία μέρα του μήνα κατά τις τελετές προετοιμασίας για τον Μάρτιο, όταν άναβαν φωτιές στους δρόμους)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Συνών.
Κούτσουρος