γλαμούχ
(ουσ. ουδ.)
γλαμούχ
[ɣlaˈmux]
Αξ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kılamık = το φυτό ερείκη η δενδρώδης (THADS, τόμ. 12, λ. kılamık).
Καλαμάρα, φυτό σαν καλαμπόκι αλλά με πιο ψιλά φύλλα και με χονδρή ρίζα, την οποία αν έτρωγαν τα πρόβατα ψοφούσαν
Τροποποιήθηκε: 10/11/2025