γκουντούκ
(ουσ. ουδ.)
γκουdούκ
[guˈduk]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. güdük = α) γιλέκο β) πουκάμισο γ) εσώρουχο (THADS, λ. güdük V).
Μεσοφόρι επενδυμένο με βαμβάκι.
Πβ.
φιστανέλα