ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γλείφω (ρ.) γλείφω [ˈɣlifo] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. γλείφου [ˈɣlifu] Μισθ. κλείφω [ˈklifo] Φλογ. γλείβω [ˈɣlivo] Αξ., Αραβαν. γλείφτω [ˈɣlifto] Ανακ., Αραβαν., Αφσάρ., Φάρασ. Αόρ. έγλειψα [ˈeɣlipsa] Αραβαν., Γούρδ. ήγλεψα [ˈiɣlepsa] Φάρασ. Παθ. γλείβουμαι [ˈɣlivume] Αξ. γλείφτομαι [ˈɣliftome] Ανακ. γλειβιέμι [ɣliˈvʝemi] Μισθ. Αόρ. γλείφτα [ˈɣlifta] Ανακ. Από το μεσν. ρ. γλείφω, το οπ. από το αρχ. ρ. ἐκλείχω (Χατζιδάκις 1926: 31, ΙΛΝΕ, λ. γλείφω). Σύμφωνα με τον Φιλήντα (1924-1927: τ. 2, 185) από το αρχ. ρ. λείχω με ανάπτ. αρκτ. /ɣ/ κατά την συμπροφ. με αντων. που έληγαν σε -ν (π.χ. [ton-l > toŋgl > γl]), και ανομ. [x>f]. Στο γλείβω έχουμε ηχηροπ. του μεσοφωνηεντικού /f/. Ο τύπ. γλείβω αναλογ. προς τα ρ. σε -βω. Ο τύπ. γλείφτω αναλογ. προς τα ρ. σε -πτω > -φτω.
1. Γλείφω με την γλώσσα ό.π.τ. : Γλείφ' τα π'τέρια τ' (Γλείφει τα πόδια του) Μισθ. -ΙΛΝΕ Το βραγύ έρεται το γκεγίκ', γλειφ' το, σ̑άν' ντο ασ' τ' ομbροτιονό κι άλλο παγύ (Το βράδυ έρχεται το ελάφι, το γλείφει (το σχεδόν κομμένο δέντρο), το κάνει πιο παχύ κι από πρώτα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πισίκα γλειβιέτι (Η γάτα γλείφεται) Μισθ. -ΙΛΝΕ Ήγλεψεν το μουχούριν ντου· ένdουν α ζόρι κ͑ονάχι (Έγλειψε τον σφραγιδόλιθό του· ένα ωραίο παλάτι δημιουργήθηκε) Φάρασ. -Dawk. Το κάτα έγλειψε το πινέκ’ (Η γάτα έγλειψε το πιάτο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φτένει α φαΐ ατό η ναίκα, να τρως τσ̑αι να γλείφτεις τα λάχτυλά σου (Κάνει ένα φαγητό αυτή η γυναίκα, να τρως και να γλείφεις τα δάχτυλά σου) Αφσάρ. -Αναστασ. || Παροιμ. 'γώ 'στε τζ̑ο γλείφτω να τσιρίξω (Εγώ κόκκαλα δεν γλείφω για να φωνάξω˙ για εκείνους που φωναχτά υποστηρίζουν κάποια ξένα συμφέροντα προκειμένου να ωφεληθούν οι ίδιοι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Εγώ ντεν έγλειψα σ̑τσ̑άτα και να λιάξω (Εγώ δεν έγλειψα κόκαλα για να γαβγίσω˙ Το ίδιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Όποιος πιάνει το μέλι γλείφει τα δάκτυλα τ' (Όποιος πιάνει το μέλι γλείφει τα δάχτυλά του˙ Όποιος «γλυκαίνεται» από κάτι προσπαθεί να το απολαύσει μέχρι και την «τελευταία σταγόνα») Σινασσ. -Αρχέλ. Το πιάν' μέλ' γλείφτσ̑ει τα νταχτσ̑ύλια τ' (Όποιος πιάνει μέλι γλείφει και τα δάχτυλά του˙ το ίδιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γιαλαντίζω
2. Μτφ., καθαρίζω εξονυχιστικά Μισθ. : Έρουμι τσαού γλείφου δα ογώνα, για να μη λερώσου χαρανούς δα σπίτια - Ογώ ντέ σι ράντσα καμιά φορά να γλείψεις δ' άσφαλτο (Έρχομαι εδώ, τα καθαρίζω, για να μην λερώσω τα ξένα σπίτια - Εγώ δεν σε είδα καμιά φορά να καθαρίζεις την άσφαλτο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.