γκουντί
(ουσ. ουδ.)
γκουdί
[guˈdi]
Ανακ.
κουτί
[kuˈti]
Αξ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. gudi (Tietze 2016: λ. gudi II).
Σκυλάκι
ό.π.τ.
:
Έχον το δεμένο το κουτί ασ' σο κουρκούρι τ' και χάιπεις να το κουντίσ̑'νε σο θάλασσα, να το πογτίσ̑'νε
(Είχαν δεμένο το κουτάβι από τον λαιμό και ήταν έτοιμοι να το πετάξουν στην θάλασσα, να το πνίξουν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
Διαβόλ' γκουdιά
(Γεννήματα του διαβόλου˙ διαβολάκια, άτακτα παιδιά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Διαβόλ' κουτιά
(Διαβόλου γεννήματα˙ Διαβολάκια, άτακτα παιδιά)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Οφιδιού κουτί
(Γέννημα φιδιού˙ Απόγονος κακών γονέων)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Παροιμ.
Η σκύλα ασ' την βιά της τυφλά γεννά τα κουτιά της
(Η σκύλα από την βιασύνη της γεννάει τυφλά τα κουτάβια της˙ Τα έργα που γίνονται βιαστικά δεν γίνονται σωστά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
κουτίκα :1, μανίκι, ταζί :1