ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταζί (ουσ. ουδ.) ταζι̂́ [taˈzɯ] Αξ., Δίλ., Μαλακ., Σεμέντρ., Σινασσ., Φλογ. τ͑αζί [tʰaˈzi] Αφσάρ., Φάρασ. Αρσ. τ͑αζής [tʰaˈzis] Φάρασ., Φκόσ. Πληθ. ταζι̂́δια [taˈzɯðʝa] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. tazı (< περσ. tāzī) = κυνηγετικός σκύλος.
Κυνηγετικός σκύλος, λαγωνικό ό.π.τ. : Ξέβεν ένα ταζί (εμφανίστηκε ένα λαγωνικό) Αξ. -Dawk. Ύστερα έλυσεν τσ̑ουβαλιού το στόμα, και σάλσεν το ταζί (μετά χαλάρωσε την είσοδο του τσουβαλιού και απελευθέρωσε το λαγωνικό) Φλογ. -Dawk. Το τ͑αζί α υπά (το λαγωνικό θα έρθει) Αφσάρ. -Dawk. Το ταζί τσακοντά 'ς το καρβών' απάνω (το λαγωνικό κατουρά πάνω στο κάρβουνο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Το ψωμί να γενεί λαγός κι εσύ ταζί και να μη το συφτάνεις (Το ψωμί να γίνει λαγός κι εσύ κυνηγόσκυλο και να μην το φτάνεις˙ Κατάρα) Σινασσ. -Λεύκωμα || Παροιμ. Τον αγό είπεν ντι «φύε», είπεν ντι τσ̑αι το τ͑αζί «άμε πιες τα» (στον λαγό είπε «φύγε», είπε και στο λαγωνικό «τρέχα πιάσε τον»˙ για τους διπρόσωπους που κάνουν σε όλους τον φίλο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
β. Σκυλάκι Σινασσ.