ταζί
(ουσ. ουδ.)
ταζι̂́
[taˈzɯ]
Αξ., Δίλ., Μαλακ., Σεμέντρ., Σινασσ., Φλογ.
τ͑αζί
[tʰaˈzi]
Αφσάρ., Φάρασ.
Αρσ.
τ͑αζής
[tʰaˈzis]
Φάρασ., Φκόσ.
Πληθ.
ταζι̂́δια
[taˈzɯðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. tazı (< περσ. tāzī) = κυνηγετικός σκύλος.
Κυνηγετικός σκύλος, λαγωνικό
ό.π.τ.
:
Ξέβεν ένα ταζί
(εμφανίστηκε ένα λαγωνικό)
Αξ.
-Dawk.
Ύστερα έλυσεν τσ̑ουβαλιού το στόμα, και σάλσεν το ταζί
(μετά χαλάρωσε την είσοδο του τσουβαλιού και απελευθέρωσε το λαγωνικό)
Φλογ.
-Dawk.
Το τ͑αζί α υπά
(το λαγωνικό θα έρθει)
Αφσάρ.
-Dawk.
Το ταζί τσακοντά 'ς το καρβών' απάνω
(το λαγωνικό κατουρά πάνω στο κάρβουνο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Το ψωμί να γενεί λαγός κι εσύ ταζί και να μη το συφτάνεις
(Το ψωμί να γίνει λαγός κι εσύ κυνηγόσκυλο και να μην το φτάνεις˙ Κατάρα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Παροιμ.
Τον αγό είπεν ντι «φύε», είπεν ντι τσ̑αι το τ͑αζί «άμε πιες τα»
(στον λαγό είπε «φύγε», είπε και στο λαγωνικό «τρέχα πιάσε τον»˙ για τους διπρόσωπους που κάνουν σε όλους τον φίλο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Σκυλάκι
Σινασσ.