ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταδεπόσος (αντων.) ταγοπόσο [taɣoʹposo] Σινασσ. Από την αόρ. αντων. τάδε και την ερωτηματ. αντων. πόσος.
Αόριστα, τόσος, αδιευκρίνιστο ποσόν Σινασσ. : Δώκεν ταγοπόσα λίρες και άνοιξεν ένα πηγάδ' (Έδωσε τόσες λίρες και άνοιξε ένα πηγάδι)
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025