ταδεπόσος
(αντων.)
ταγοπόσο
[taɣoʹposo]
Σινασσ.
Από την αόρ. αντων. τάδε και την ερωτηματ. αντων. πόσος.
Αόριστα, τόσος, αδιευκρίνιστο ποσόν
Σινασσ.
:
Δώκεν ταγοπόσα λίρες και άνοιξεν ένα πηγάδ'
(Έδωσε τόσες λίρες και άνοιξε ένα πηγάδι)
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025