ταϊβασιλιού
(ουσ.)
ταϊβασιλιού
[taivasi'ʎu]
Μισθ.
Από την φρ. του Άι-Βασιλιού με λεξικοποίηση.
Αγιοβασιλιάτικος
Μισθ.
:
Ταϊβασιλιού ντου χόρους
(αγιοβασιλιάτικος χορός )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αγιοβασιλιάτικος :1