τακίμι
(επίθ.)
τακίμ
[taˈcim]
Γούρδ., Σινασσ.
ταχίμι
[taˈçimi]
Φάρασ.
ταχ̇ίμι
[taˈxɯmi]
Αφσάρ.
νταχ̇ίμι
[daˈxɯmi]
Φάρασ.
Πληθ.
ντακίμια
[daˈcimɲa]
Σινασσ.
νταχίμια
[daˈçimɲa]
Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. τακίμι (Mackridge 2021: 144), το οπ. από το τουρκ. takım = σύνολο πραγμάτων, όπου και διαλεκτ. τύπ. tahım και dahım.
2. Ειδικότ., το σύνολο των εργαλείων ενός τεχνίτη
Σινασσ., Φάρασ.
3. Κουστούμι
Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ.
4. Ως αντων., μερικοί
Γούρδ.
Τροποποιήθηκε: 14/06/2025