ταλατίζω
(ρ.)
ταλατίζω
[talaˈtizo]
Μαλακ.
ταλαΐζου
[talaˈizu]
Μισθ.
τ͑αλαΐζου
[tʰalaˈizu]
Μισθ.
Παρατατ.
ταλάιζα
[taˈlaiza]
Μισθ.
Αόρ.
ταλάτ'σ̑α
[taˈlatʃa]
Μαλακ., Μισθ.
Προστ. Εν.
ταλάδα
[taˈlaða]
Μισθ.
Προστ. Πληθ.
ταλαΐσετ'
[talaˈiset]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. talamak = α) εισβάλλω β) λεηλατώ (TSS, λ. talamak I).
2. Κατασπαράσσω
Μισθ.
:
|| Παροιμ.
Ντου ταΐζεις ντου σκυλί ταλαΐζ' σι
(Το σκυλί που ταΐζεις, σε κατασπαράσει˙ για την αχαριστία των ευεργετηθέντων ανθρώπων)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ