ταμάμ
(επίρρ.)
ταμάμ
[taˈmam]
Αξ., Σατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
τ͑αμάμ
[tʰaˈmam]
Μισθ.
τεμάμι
[teˈmami]
Φάρασ.
τ͑εμάμι
[tʰeˈmami]
Νεότ. επίθ. ταμάμ = α) πλήρης β) αληθινός (Mackridge 2021: 144), το οπ. από το τουρκ. επίθ. tamam (< αραβ.) = α) πλήρης, ολόκληρος, άρτιος β) εντάξει, ακριβώς., όπου και διαλεκτ. τύπ. temam.
1. Ως επίθ., άρτιος, ολόκληρος
Φάρασ.
:
|| Ασμ.
Ποίdζ̑εν τα τ͑εμάμι
τζ̑’ έμπασεν ’π’ ε ζυγάς
χερ στο χαϊβάνι (Την ολοκλήρωσε (ενν. την κιβωτό)
και έβαλε από ένα ζευγάρι
από κάθε ζώο) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
τζ̑’ έμπασεν ’π’ ε ζυγάς
χερ στο χαϊβάνι (Την ολοκλήρωσε (ενν. την κιβωτό)
και έβαλε από ένα ζευγάρι
από κάθε ζώο) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
β.
Έτοιμος
Φάρασ.
2. Ως επίρρ., ακριβώς
ό.π.τ.
:
τ͑αμάμ μισ̑μέρης
(ακριβώς μεσημέρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
τ͑αμάμ ντου μποίκεις
(ακριβώς το έκανες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ταμάμ στον γκαιρό τ’ σ̑ύφτασεν
(Ακριβώς στην ώρα του έφτασε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Να σες ζύσουμ, 'α νάρτετε τεμάμι
(Να σας ζυγίσουμε να έρθετε ακριβώς˙ Το έλεγαν για δύο ανθρώπους που έμοιαζαν ή που έφταιγαν στον ίδιο βαθμό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γιανταρό, τα, χάκι
β.
Όπως πρέπει, τέλεια
ό.π.τ.
:
Πήν' σην εκκλεσία, είδεν τι κι ο παπάς έβκαλιν τη λειτουργία ταμάμ
(Πήγε (ενν. ο δεσπότης) στην εκκλησία, είδε ότι ο παπάς έβγαλε την λειτουργία όπως πρέπει
)
Σατ.
-Παπαδ.
Να πάρ' τσι λία γκιούλια, να σπέρ' τσι λία γκιούλια δεξιά-αριστέρα, να ομορφιάσ' δου τόπους, ταμάμ για γάμους
(Να πάρει και λίγα λουλούδια, να σπείρει και λίγα λουλούδια δεξιά-αριστερά, να ομορφύνει το μέρος, όπως πρέπει για γάμους
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
γ.
Εντάξει
Σινασσ., Φάρασ.