ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταμαχιάρης (επίθ.) ταμαχκιάρ΄ [tamaxˈcar] Μαλακ. ταμαχκ͑ιέρ' [tamaxˈkʰer] Φάρασ. ταμαχκιάρης [tamaxˈcaris] Σινασσ. ταμαχκ͑α̈́ρ' [tamaxˈkʰær] Αφσάρ. ταμεχκ͑ιέρι [tamexˈkʰeri] Φάρασ. ταμεχκ͑α̈́ρι [tamexˈkʰæri] Αφσάρ. Θηλ. ταμαχκ͑ιέρ'τ͑σα [tamaxˈkʰertʰsa] Φάρασ. ταμαχκ͑ια̈́ρ’τ͑σα [tamaxˈkʰærtʰsa] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. tamahkâr = πλεονέκτης.
1. Πλεονέκτης ό.π.τ.
2. Τσιγγούνης Αφσάρ., Φάρασ.