τανακαλτιράνους
(ουσ. αρσ.)
τανακαλτιράνους
[tanakalti'ranus]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. danakaldıran = α) κοράκι β) γυπαετός (THADS< λ. danakaldıran).
Γυπαετός