ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταντέλα (ουσ.) ταdέλα [ta'dela] Τελμ. δαdέλα [ða'dela] Γούρδ. Από το τουρκ. dantela, από το γαλλ. ουσ. dentelle μέσω της ελλ., όπου και τύπ. ταντέλ(λ)α.
Δαντέλα ό.π.τ. : Να πήρα γώ του πατισ̑αχού το παιδί, και να ποίκα ένα ταdέλα, και κόζμος να έκασεν (θα παντρευόμουν τον γιο του βασιλιά και θα έφτιαχνα ένα κομμάτι δαντέλας για τον κόσμο να κάτσει πάνω) Τελμ. -Dawk.