ταντουρόχειλο
(ουσ. ουδ.)
τουνdουρόσ̑ειλο
[tunduˈroʃilo]
Αραβ., Ποτάμ.
τουνdουρόσ̑ειλου
[tunduˈroʃilu]
Μαλακ.
τ̔ουνdουρόσ̑’λο
[tʰunduˈroʃlo]
Ανακ., Σίλατ., Τροχ.
τ͑ουνdουρόσ̑'λου
[tʰunduˈroʃlu]
Φλογ.
ντουνdουρόσ̑ο
Ανακ.
τουντουρόλιο
[tunduˈroʎo]
Μισθ., Τσαρικ.
τουνdουρέλιο
[tunduˈreʎo]
Αξ., Τροχ.
ντουτουρόσ̑'λο
[dutuˈroʃlo]
Φλογ.
Aπό τα ουσ. ταντούρι και χείλος.
1. Το τοιχίο γύρω γύρω του ταντουριού
ό.π.τ.
:
Τιχτίθαμ' στο τουνdουρόσ̑ειλο, σκεπάσταμ' με την κάπα και ζενόμαστε
(Ακουμπήσαμε στο τοιχάκι του τουντουριού, σκεπαστήκαμε με το πάπλωμα και ζεσταινόμαστε)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
2. Συνεκδοχ., το δωμάτιο όπου βρίσκεται το ταντούρι
Ανακ., Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
:
Το σ̑ειμό πολύ φούσανεν και σ̑όν'· κοιμούταμεστε σο τ͑ουνdουρόσ̑'λο
(Το χειμώνα φύσαγε πολύ και χιόνι· κοιμόμασταν στο δωμάτιο του ταντουριού)
Ανακ.
-Cost.
Τ’ απέσ’ σπίτ’ κειότουν σο τουνουρόσ̑'λο κοντά
(Η αποθήκη ήταν κοντά στο δωμάτιο του ταντουριού)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
ταντούρι
3. Ειδικός χώρος από όπου κανείς πήγαινε στο καταφύγιο
Αξ.