ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταντουρόχειλο (ουσ. ουδ.) τουνdουρόσ̑ειλο [tunduˈroʃilo] Αραβ., Ποτάμ. τουνdουρόσ̑ειλου [tunduˈroʃilu] Μαλακ. τ̔ουνdουρόσ̑’λο [tʰunduˈroʃlo] Ανακ., Σίλατ., Τροχ. τ͑ουνdουρόσ̑'λου [tʰunduˈroʃlu] Φλογ. ντουνdουρόσ̑ο Ανακ. τουντουρόλιο [tunduˈroʎo] Μισθ., Τσαρικ. τουνdουρέλιο [tunduˈreʎo] Αξ., Τροχ. ντουτουρόσ̑'λο [dutuˈroʃlo] Φλογ. Aπό τα ουσ. ταντούρι και χείλος.
1. Το τοιχίο γύρω γύρω του ταντουριού ό.π.τ. : Τιχτίθαμ' στο τουνdουρόσ̑ειλο, σκεπάσταμ' με την κάπα και ζενόμαστε (Ακουμπήσαμε στο τοιχάκι του τουντουριού, σκεπαστήκαμε με το πάπλωμα και ζεσταινόμαστε) Σινασσ. -Λεύκωμα
2. Συνεκδοχ., το δωμάτιο όπου βρίσκεται το ταντούρι Ανακ., Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ. : Το σ̑ειμό πολύ φούσανεν και σ̑όν'· κοιμούταμεστε σο τ͑ουνdουρόσ̑'λο (Το χειμώνα φύσαγε πολύ και χιόνι· κοιμόμασταν στο δωμάτιο του ταντουριού) Ανακ. -Cost. Τ’ απέσ’ σπίτ’ κειότουν σο τουνουρόσ̑'λο κοντά (Η αποθήκη ήταν κοντά στο δωμάτιο του ταντουριού) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. ταντούρι
3. Ειδικός χώρος από όπου κανείς πήγαινε στο καταφύγιο Αξ.