ταπλά
(ουσ. ουδ.)
ταπλά
[ta'pla]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tabla και tapla = είδος κόσκιμου χωρίς τρύπες για την τοποθέτηση πραγμάτων (THADS, λ. tabla III, tapla).
Είδος κόσκινου χωρίς τρύπες