ταπλά
(ουσ. ουδ.)
ταπλά
[ta'pla]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tabla και tapla = είδος κόσκινου χωρίς τρύπες για την τοποθέτηση πραγμάτων (THADS, λ. tabla III, tapla).
Είδος κόσκινου χωρίς τρύπες
Τροποποιήθηκε: 17/09/2025