ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταντουριώνα (ουσ.) τουνdουριώνα [tunduˈrʝona] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. ταντούρι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας%i.
Δωμάτιο όπου υπήρχε το ταντούρι Μισθ. : Σου σπίτ μας οπίσ' είχαμ ντουνdουριώνα (Στο σπίτι μας από πίσω είχαμε δωμάτιο για το ταντούρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ