ταντουριώνα
(ουσ.)
τουνdουριώνα
[tunduˈrʝona]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. ταντούρι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας%i.
Δωμάτιο όπου υπήρχε το ταντούρι
Μισθ.
:
Σου σπίτ μας οπίσ' είχαμ ντουνdουριώνα
(Στο σπίτι μας από πίσω είχαμε δωμάτιο για το ταντούρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ταντουρόχειλο, χειμωνικός