τάπι
(ουσ. ουδ.)
τ͑άπ'
[tʰap]
Αξ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ.
τόπ'
[top]
Τροχ.
Θηλ.
τάπα
['tapa]
Μαλακ.
Πληθ.
τ͑άπια
[tʰapça]
Αξ., Μισθ., Τροχ.
τάπις
['tapis]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tap = ψωμί που ψήνεται στην στάχτη, όπου και διαλεκτ. τύπ. top = στρογγυλή ζύμη. Λανθασμένη η άποψη του Μαυροχαλυβίδη (1990: 645) ότι πρόκειται για ηχοποίητη λέξη.
1. Ψωμί που δεν κολλούσε καλά στην εστία και έπεφτε στη στάχτη
Αξ., Μαλακ., Μισθ.
2. Καρβέλι
Μισθ.
3. Τσουρέκι της Λαμπρής, ζυμωμένο με γάλα και αβγά, και με ένα αβγό στη μέση
Μισθ., Τροχ., Τσαρικ.
:
|| Φρ.
Του βαγγελιού τάπια
(Του Ευαγγελίου ψωμιά˙ Στρογγυλά κουλούρια που έφτιαχναν την Μεγάλη Παρασκευή)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.