ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταράφι (ουσ. ουδ.) ταράφι [taˈrafi] Αραβαν., Αραβ., Σεμέντρ., Σίλ., Φάρασ. ταράφ΄ [taˈraf] Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. Πληθ. ταράφια [taraˈfça] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. taraf = μεριά, άκρη, περιοχή. Πβ. ετράφι
1. Πλευρά, μεριά Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. : 'γώ σε υπάγου να qαζανdζ̑ήσου οπ μπασ̑qά ταράφι (θα πάω να αποκτήσω λεφτά σε άλλη μεριά) Σίλ. -Dawk. Φουσά κι ιμιά άς τ άλλο το ταράφ· χάνεται αράπος (φυσά ξανά στην άλλη μεριά· ο αράπης εξαφανίζεται) Φλογ. -Dawk. Σο δεξό το τ̔αράφ’ καθούτομαι (Κάθομαι στη δεξιά πλευρά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Τραγουδαναν δυό τρία ναίκες ασ' ένα ταράφ και ασ' σο άλλο το ταράφ και τραγούδαναν (Τραγούδαγαν δύο-τρεις γυναίκες από τη μία πλευρά και από την άλλη πλευρά πάλι τραγούδαγαν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. γιάνι, γόλι, κετσέ, μεριά, μερόθες
2. Κατεύθυνση Φάρασ.
3. Μερίδα Φάρασ.
4. Παράταξη, ομάδα ανθρώπων Αξ., Αραβαν., Αραβ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ. : Πέρνασε λίγο ταρός κι ασ' τα ερυό τα ταράφια ήρταν σα χέρια (Πέρασε λίγος καιρός και οι δύο πλευρές ήρθαν στα χέρια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
5. Γένος, σόι Μισθ., Σεμέντρ., Φλογ. : Τίνους ταράφ' τσ̑είσι; (Τίνος σόι είσαι;) Μισθ., Φλογ. -Κοτσαν. qαμbρού το ταράφ' παίνισ̑κεν σο Νεβσ̑εχίρ (Οι συγγενείς του γαμπρού πήγαιναν στο Νέβσεχιρ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Σου ταράφι ζ' αν έεις ένα (Αν έχεις κάποιον στο σόι σου) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 Παίνισ̑καν σο κουγιού νύφ’ με το πεθερά τ’ το ταράφ' και με μαυτού, κοριτσ̑ού το ταράφ’ (Πήγαιναν στο πηγάδι η νύφη με το σόι της πεθεράς, και το σόι της ίδιας, της κοπέλας) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812