ταράφι
(ουσ. ουδ.)
ταράφι
[taˈrafi]
Αραβαν., Αραβ., Σεμέντρ., Σίλ., Φάρασ.
ταράφ΄
[taˈraf]
Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
Πληθ.
ταράφια
[taraˈfça]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. taraf = μεριά, άκρη, περιοχή.
Πβ.
ετράφι
1. Πλευρά, μεριά
Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
'γώ σε υπάγου να qαζανdζ̑ήσου οπ μπασ̑qά ταράφι
(θα πάω να αποκτήσω λεφτά σε άλλη μεριά)
Σίλ.
-Dawk.
Φουσά κι ιμιά άς τ άλλο το ταράφ· χάνεται αράπος
(φυσά ξανά στην άλλη μεριά· ο αράπης εξαφανίζεται)
Φλογ.
-Dawk.
Σο δεξό το τ̔αράφ’ καθούτομαι
(Κάθομαι στη δεξιά πλευρά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Τραγουδαναν δυό τρία ναίκες ασ' ένα ταράφ και ασ' σο άλλο το ταράφ και τραγούδαναν
(Τραγούδαγαν δύο-τρεις γυναίκες από τη μία πλευρά και από την άλλη πλευρά πάλι τραγούδαγαν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
γιάνι, γόλι, κετσέ, μεριά, μερόθες
2. Κατεύθυνση
Φάρασ.
3. Μερίδα
Φάρασ.
4. Παράταξη, ομάδα ανθρώπων
Αξ., Αραβαν., Αραβ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ.
:
Πέρνασε λίγο ταρός κι ασ' τα ερυό τα ταράφια ήρταν σα χέρια
(Πέρασε λίγος καιρός και οι δύο πλευρές ήρθαν στα χέρια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
5. Γένος, σόι
Μισθ., Σεμέντρ., Φλογ.
:
Τίνους ταράφ' τσ̑είσι;
(Τίνος σόι είσαι;)
Μισθ., Φλογ.
-Κοτσαν.
qαμbρού το ταράφ' παίνισ̑κεν σο Νεβσ̑εχίρ
(Οι συγγενείς του γαμπρού πήγαιναν στο Νέβσεχιρ)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Σου ταράφι ζ' αν έεις ένα
(Αν έχεις κάποιον στο σόι σου)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Παίνισ̑καν σο κουγιού νύφ’ με το πεθερά τ’ το ταράφ' και με μαυτού, κοριτσ̑ού το ταράφ’
(Πήγαιναν στο πηγάδι η νύφη με το σόι της πεθεράς, και το σόι της ίδιας, της κοπέλας)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812