ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τάρι (ουσ. ουδ.) τ͑άρι [tʰaˈri] Αφσάρ., Τσουχούρ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tar = σχεδία (< αρμεν. t’ar = α) κούρνια, ξύλο όπου κουρνιάζουν οι κότες β) κάθισμα γ) ράφι δ) πλαϊνά ξύλα της βοϊδάμαξας ε) σχεδία (ΤHADS 10, λ. tar VI, VII, XII, XIII 12, λ. tar I, Tietze 2019: λ. tar I).
Απλή σχεδία για ψάρεμα σε ποτάμια Αφσάρ.