τάρι
(ουσ. ουδ.)
τ͑άρι
[tʰaˈri]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tar = σχεδία (< αρμεν. t’ar = α) κούρνια, ξύλο όπου κουρνιάζουν οι κότες β) κάθισμα γ) ράφι δ) πλαϊνά ξύλα της βοϊδάμαξας ε) σχεδία (ΤHADS 10, λ. tar VI, VII, XII, XIII 12, λ. tar I, Tietze 2019: λ. tar I).
Απλή σχεδία για ψάρεμα σε ποτάμια
Αφσάρ.